ground$32923$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ground$32923$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Ground-game; Ground game (disambiguation); Ground games

ground      
n. έδαφος, βυθός, βάση, χώμα, άλεση, αιτία, κατακάθια
on the ground         
  • 250x250px
2021 SINGLE BY ROSÉ
On the ground; On The Ground; On The Ground (song)
χάμω, καταγής, κατάχαμα
ground crew         
SUPPORT PERSONNEL THAT SERVICE AIRCRAFT ON THE GROUND
Ground staff; Groundcrew
πλήρωμα έδαφους

Ορισμός

on the ground
in a place where real, practical work is done.

Βικιπαίδεια

Ground game

Ground game may refer to any of these:

  • Ground fighting, hand-to-hand combat that takes place while the combatants are on the ground.
  • Ground Game Act 1880, United Kingdom law giving land occupiers the unalienable right to kill rabbits and hares
  • Grassroots, political movement driven "from below" by the actual constituents of a community rather than its leaders.
  • Canvassing, the main activity of a political ground game
  • In American football, an offensive strategy based on running the ball rather than relying on the forward pass
  • Ground Game Sportswear, brand of sports wear and gear dedicated for martial arts, mainly for brazilian jiu-jitsu.